- ιερολογιώτατος
- ὁπροσαγορευτικός τίτλος διάκου ή θεολόγου.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει τη μορφή υπερθετικού βαθμού ενός αμάρτ. επιθ. *ιερολόγιος και μαρτυρείται από το 1867 στον Κατάλογο Συνδρομών σε βιβλίο τού Δαν. Πετρούλια].
Dictionary of Greek. 2013.